- αναξηραίνω
- (Α ἀναξηραίνω) (Ν και αναξεραίνω)κάνω κάτι ξερό, ξεραίνω εντελώς, αποξηραίνωνεοελλ.μέσ. χάνω την υγρότητά μου ή τη δροσερότητα μου, μαραίνομαι, στεγνώνωαρχ.1. οδηγώ σε εξάντληση, σε μαρασμό2. παθ. σκουπίζομαι, στεγνώνομαι μετά το λουτρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + ξηραίνω.ΠΑΡ. αναξήρανση (-ις), αναξηραντικός αρχ. ἀναξηρασία).
Dictionary of Greek. 2013.